ἀντεμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(6_1) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, [[ὥσπερ]] καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ [[αὐτοῦ]] σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. [[ἀντέμβασις]] καὶ [[ἀντεμβολή]], ἡ. | |lstext='''ἀντεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, [[ὥσπερ]] καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ [[αὐτοῦ]] σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. [[ἀντέμβασις]] καὶ [[ἀντεμβολή]], ἡ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[encajar]] ὀστῶν ἀντεμβαινόντων Gal.2.737. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A fit into each other, of hinge-joints (γίγγλυμοι), Gal. 2.737:—alsoἀντέμ-βᾰσις, εως, ἡ, ibid.
German (Pape)
[Seite 246] (s. βαίνω), dagegen hineingehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεμβαίνω: ἐμβαίνω ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ αὐτοῦ σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. ἀντέμβασις καὶ ἀντεμβολή, ἡ.
Spanish (DGE)
encajar ὀστῶν ἀντεμβαινόντων Gal.2.737.