ἀντιπολεμέω: Difference between revisions
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />faire la guerre contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιπόλεμος]]. | |btext=-ῶ :<br />faire la guerre contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιπόλεμος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ir a la guerra contra]] abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23<br /><b class="num">•</b>c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.<i>Criti</i>.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.<i>Cyr</i>.7.2.24, αὐτῷ Plu.<i>Fluu</i>.1.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX <i>Is</i>.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez</i> D.C.38.40.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXXIs.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.
Spanish (DGE)
ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
•c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
•c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.