ἄντορος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_14)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄντορος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἄνθορος, ὁ [[ἀπέναντι]] ὅρος, δηλ. ἡ [[στήλη]] ἡ δεικνύουσα τὸ [[ὅριον]] μέρους τινός, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες ἐπὶ τᾱς ἁμαξιτῶ [IV] Ἠρακλεωτ. Πίν. Ι60· 62· 75· 78·
|lstext='''ἄντορος''': ὁ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ ἄνθορος, ὁ [[ἀπέναντι]] ὅρος, δηλ. ἡ [[στήλη]] ἡ δεικνύουσα τὸ [[ὅριον]] μέρους τινός, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες ἐπὶ τᾱς ἁμαξιτῶ [IV] Ἠρακλεωτ. Πίν. Ι60· 62· 75· 78·
}}
{{DGE
|dgtxt=-ω, ὁ<br />[[mojón opuesto]], [[ἄλλως]] δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες <i>TEracl</i>.1.60, cf. 62.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντορος Medium diacritics: ἄντορος Low diacritics: άντορος Capitals: ΑΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: ántoros Transliteration B: antoros Transliteration C: antoros Beta Code: a)/ntoros

English (LSJ)

ὁ, dialectic form of ἄνθ-ορος,

   A opposite boundary, counterfence, Tab.Heracl.1.60, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντορος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἄνθορος, ὁ ἀπέναντι ὅρος, δηλ. ἡ στήλη ἡ δεικνύουσα τὸ ὅριον μέρους τινός, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες ἐπὶ τᾱς ἁμαξιτῶ [IV] Ἠρακλεωτ. Πίν. Ι60· 62· 75· 78·

Spanish (DGE)

-ω, ὁ
mojón opuesto, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες TEracl.1.60, cf. 62.