ἀπαλεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπᾰλεύομαι''': ἀποθ., [[μένω]] μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀποφεύγω]], [[διάφορος]] γραφ. ἐν Νικ. Θ. 395, ἐν τμήσει, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται ἀπὸ [[δίψος]] ἀλέξεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύεται, «ἐκκλίνει καὶ ἰᾶται τὴν δίψαν αὐτῆς» (Σχόλ.). | |lstext='''ἀπᾰλεύομαι''': ἀποθ., [[μένω]] μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀποφεύγω]], [[διάφορος]] γραφ. ἐν Νικ. Θ. 395, ἐν τμήσει, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται ἀπὸ [[δίψος]] ἀλέξεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύεται, «ἐκκλίνει καὶ ἰᾶται τὴν δίψαν αὐτῆς» (Σχόλ.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[librarse de]], [[aplacar]] τὸ [[δίψος]] Sch.Nic.<i>Th</i>.395, χόλον Orác. en <i>ZPE</i> 1, p.184. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A keep aloof from, v.l. Nic.Th.395 (Sch.).
German (Pape)
[Seite 276] in tmesi, Nic. Th. 395, wo jetzt ἀπὸ δίψος ἀλέξεται steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλεύομαι: ἀποθ., μένω μακρὰν ἀπό τινος, ἀποφεύγω, διάφορος γραφ. ἐν Νικ. Θ. 395, ἐν τμήσει, ἔνθα νῦν γράφεται ἀπὸ δίψος ἀλέξεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύεται, «ἐκκλίνει καὶ ἰᾶται τὴν δίψαν αὐτῆς» (Σχόλ.).
Spanish (DGE)
librarse de, aplacar τὸ δίψος Sch.Nic.Th.395, χόλον Orác. en ZPE 1, p.184.