ἀπαρτιζόντως: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρτιζόντως''': ἐπίρρ., τελείως, Διογ. Λ. 7. 60. | |lstext='''ἀπαρτιζόντως''': ἐπίρρ., τελείως, Διογ. Λ. 7. 60. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. sobre part. pres. de [[ἀπαρτίζω]] q.u., cf. [[ἀπηρτισμένως]]<br /><b class="num">1</b> [[completamente]] λόγος κατὰ ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.<i>Stoic</i>.3.247, cf. Alex.Aphr.<i>in Top</i>.42.27, 43.1, οὐδενὸς [[αὐτοῦ]] (τοῦ χρόνου) τῶν μερῶν ὑπάρχοντος ἀ. Apollod.<i>Stoic</i>.3.260.<br /><b class="num">2</b> mat. en la división [[de manera exacta]], [[sin resto]] ὅταν ὁ μείζων ὅρος καταμετρήται ὑπὸ τοῦ ἐλάττονος ἀ. Theo Sm.p.76. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A adequately, precisely, λόγος κατ' ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Apollod.ib.3.260; Alex.Aphr.in Top.42.27; of division, without remainder, Theo Sm.p.76 H.
German (Pape)
[Seite 281] vollkommen, D. L. 7, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτιζόντως: ἐπίρρ., τελείως, Διογ. Λ. 7. 60.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἀπαρτίζω q.u., cf. ἀπηρτισμένως
1 completamente λόγος κατὰ ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Alex.Aphr.in Top.42.27, 43.1, οὐδενὸς αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) τῶν μερῶν ὑπάρχοντος ἀ. Apollod.Stoic.3.260.
2 mat. en la división de manera exacta, sin resto ὅταν ὁ μείζων ὅρος καταμετρήται ὑπὸ τοῦ ἐλάττονος ἀ. Theo Sm.p.76.