ἀποτίκτω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_13a) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτίκτω''': μέλλ. -τέξομαι, γεννῶ, [[παράγω]]. Πλάτ. Θεαίτ. 150C, 182Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 12, 1, κ. ἀλλ.: - Παθ., [[αὐτόθι]] 2, Φιλόστρ. 6· χθονός, ἧς ἀπετέχθην Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 261. 5. | |lstext='''ἀποτίκτω''': μέλλ. -τέξομαι, γεννῶ, [[παράγω]]. Πλάτ. Θεαίτ. 150C, 182Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 12, 1, κ. ἀλλ.: - Παθ., [[αὐτόθι]] 2, Φιλόστρ. 6· χθονός, ἧς ἀπετέχθην Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 261. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dar a luz]], [[procrear]] τὸν Μινώταυρον Ph.2.307, cf. 1.232, LXX 4<i>Ma</i>.14.16, ὅμοια τούτοις <i>Placit</i>.5.12.2 (= Emp.A 81), τὸν Ὠκεανόν Sch.A.<i>Th</i>.311a<br /><b class="num">•</b>abs. ἐν ἡμέραις πέντε καὶ [[δέκα]] Arist.<i>HA</i> 544<sup>a</sup>3, S.E.<i>M</i>.5.28, Luc.<i>DMar</i>.11.1, Artem.1.14<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἐπὶ χθονὸς ἧς ἀπετέχθην en la tierra de la que soy hijo</i>, <i>IG</i> 9(1).882.5 (Corcira), cf. LXX 4<i>Ma</i>.13.21, Philostr.<i>VA</i> 1.5, S.E.<i>M</i>.5.100<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀποτικτόμενον la puesta</i> de los huevos de la sepia, Arist.<i>HA</i> 544<sup>a</sup>10, τὰ ἀποτικτόμενα las criaturas</i>, <i>Apoc.Petr.Fr</i>.3 p.12.31.<br /><b class="num">2</b> fig. de abstr. [[engendrar]], [[producir]], [[crear]] ὅταν ... μία σύστασις ... ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτέκῃ μίαν μορφήν Pl.<i>Epin</i>.981a, cf. Iambl.<i>Comm.Math</i>.4 (p.17), νοσήματα Pl.<i>Ti</i>.85a, ψεῦδος ... ἡ [[διάνοια]] Pl.<i>Tht</i>.150c, cf. Ph.1.382, τὸ δίκαιον Plu.2.964c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A bring to the birth, Pl.Tht.150c, 182b, Arist.HA544a3, al.:—Pass., ib.10, Philostr.VA1.5, Iamb.Comm.Math.4; χθονὸς ἧς ἀπετέχθην IG9(1).882.5 (Corcyra).
German (Pape)
[Seite 331] (s. τίκτω), gebären, hervorbringen, νοσήματα, αἰσθήσεις, Plat. Tim. 85 a Theaet. 182 b u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίκτω: μέλλ. -τέξομαι, γεννῶ, παράγω. Πλάτ. Θεαίτ. 150C, 182Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 12, 1, κ. ἀλλ.: - Παθ., αὐτόθι 2, Φιλόστρ. 6· χθονός, ἧς ἀπετέχθην Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 261. 5.
Spanish (DGE)
1 dar a luz, procrear τὸν Μινώταυρον Ph.2.307, cf. 1.232, LXX 4Ma.14.16, ὅμοια τούτοις Placit.5.12.2 (= Emp.A 81), τὸν Ὠκεανόν Sch.A.Th.311a
•abs. ἐν ἡμέραις πέντε καὶ δέκα Arist.HA 544a3, S.E.M.5.28, Luc.DMar.11.1, Artem.1.14
•en v. pas. ἐπὶ χθονὸς ἧς ἀπετέχθην en la tierra de la que soy hijo, IG 9(1).882.5 (Corcira), cf. LXX 4Ma.13.21, Philostr.VA 1.5, S.E.M.5.100
•τὸ ἀποτικτόμενον la puesta de los huevos de la sepia, Arist.HA 544a10, τὰ ἀποτικτόμενα las criaturas, Apoc.Petr.Fr.3 p.12.31.
2 fig. de abstr. engendrar, producir, crear ὅταν ... μία σύστασις ... ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτέκῃ μίαν μορφήν Pl.Epin.981a, cf. Iambl.Comm.Math.4 (p.17), νοσήματα Pl.Ti.85a, ψεῦδος ... ἡ διάνοια Pl.Tht.150c, cf. Ph.1.382, τὸ δίκαιον Plu.2.964c.