ἀποστυπάζω: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_20) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστῠπάζω''': στύπει [[ἀποδιώκω]], «διώχνω μὲ τὸ [[ξύλον]]», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47. | |lstext='''ἀποστῠπάζω''': στύπει [[ἀποδιώκω]], «διώχνω μὲ τὸ [[ξύλον]]», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀποστῠπάζω) [[expulsar a palos]] μὲ παρθένοι θυρέων ἀπεστύπαζον Archil.69. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
A drive off with blows, Archil.127. (Cf. στύπος.)
German (Pape)
[Seite 328] wegprügeln, Archil. 112 ὀρέων, Schol. Ap. Rh. 1, 1117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠπάζω: στύπει ἀποδιώκω, «διώχνω μὲ τὸ ξύλον», θυρέων ἀπεστύπαζον Ἀρχίλ. 114, «ἀπεστύπαζον· ξύλοις ἀπεδίωκον» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. σ. 120, 3.,771, 47.
Spanish (DGE)
(ἀποστῠπάζω) expulsar a palos μὲ παρθένοι θυρέων ἀπεστύπαζον Archil.69.