ἀρτυτικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_10) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτῡτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἄρτυσιν, «[[σίλφιον]], [[ῥίζα]] κατά τινας [[ἡδύοσμος]] ἐν Λιβύῃ γινομένη ἀρτυτικὴ καὶ θεραπευτικὴ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 894. | |lstext='''ἀρτῡτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἄρτυσιν, «[[σίλφιον]], [[ῥίζα]] κατά τινας [[ἡδύοσμος]] ἐν Λιβύῃ γινομένη ἀρτυτικὴ καὶ θεραπευτικὴ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 894. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[condimenticio]] Sch.Ar.<i>Eq</i>.894<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρτυτικόν [[condimento]], <i>SB</i> 5224.50. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for dressing, seasoning, Sch.Ar. Eq.894: -κόν, τό, spice, Sammelb.5224.50.
German (Pape)
[Seite 363] zum Zubereiten der Speisen, Würzen gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτῡτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἄρτυσιν, «σίλφιον, ῥίζα κατά τινας ἡδύοσμος ἐν Λιβύῃ γινομένη ἀρτυτικὴ καὶ θεραπευτικὴ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 894.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
condimenticio Sch.Ar.Eq.894
•subst. τὸ ἀρτυτικόν condimento, SB 5224.50.