ἀτόρητος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτόρητος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380. | |lstext='''ἀτόρητος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[impenetrable]], [[invulnerable]] ταυρείην ἀτόρητον ἀπεφλοίωσε Nonn.<i>D</i>.14.380. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be pierced, invulnerable, Nonn.D.14.380.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zu durchbohren, Nonn. D. 14, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόρητος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380.
Spanish (DGE)
-ον
impenetrable, invulnerable ταυρείην ἀτόρητον ἀπεφλοίωσε Nonn.D.14.380.