ἀτολμέω: Difference between revisions

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
(6_5)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτολμέω''': δὲν τολμῶ, εἶμαι ἄτολμος, Ἱππ. 1194Η: ― [[ὡσαύτως]], ἀτολμόω, Α. Β. 407, 10, ἀτολμάω, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντεφιλοτιμοῦντο.
|lstext='''ἀτολμέω''': δὲν τολμῶ, εἶμαι ἄτολμος, Ἱππ. 1194Η: ― [[ὡσαύτως]], ἀτολμόω, Α. Β. 407, 10, ἀτολμάω, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντεφιλοτιμοῦντο.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀτολμόω <i>AB</i> 407<br />[[ser cobarde, tímido]] τοὺς ἀτολμέοντας [[δέον]] μεταβολῇ ἀνεγείρειν Hp.<i>Epid</i>.6.7.3<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[carecer de valor para]], [[no atreverse a]] ἀμύνεσθαι δὲ ἀτολμοῦντες Th.1.124, ἀτολμήσας περαιτέρω ... προχωρῆσαι D.C.78.34.1.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτολμέω Medium diacritics: ἀτολμέω Low diacritics: ατολμέω Capitals: ΑΤΟΛΜΕΩ
Transliteration A: atolméō Transliteration B: atolmeō Transliteration C: atolmeo Beta Code: a)tolme/w

English (LSJ)

   A to be ἄτολμος, be disheartened, Hp.Epid.6.7.3: c.inf., lack courage to... περαιτέρω προχωρῆσαι D.C.78.34:—also ἀτολμ-όω, AB 407 (ἀτολμάω, Suid., is incorrect).

German (Pape)

[Seite 387] (auch ἀτολμάω, Bekk. Thuc. 1, 124 für οὐ τολμῶντες aus mss.), nicht wagen, muthlos sein, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτολμέω: δὲν τολμῶ, εἶμαι ἄτολμος, Ἱππ. 1194Η: ― ὡσαύτως, ἀτολμόω, Α. Β. 407, 10, ἀτολμάω, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντεφιλοτιμοῦντο.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀτολμόω AB 407
ser cobarde, tímido τοὺς ἀτολμέοντας δέον μεταβολῇ ἀνεγείρειν Hp.Epid.6.7.3
c. inf. carecer de valor para, no atreverse a ἀμύνεσθαι δὲ ἀτολμοῦντες Th.1.124, ἀτολμήσας περαιτέρω ... προχωρῆσαι D.C.78.34.1.