αὐτοσχεδιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_11)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοσχεδιαστικός''': -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· [[ὡσαύτως]] -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.
|lstext='''αὐτοσχεδιαστικός''': -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· [[ὡσαύτως]] -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se hace sin preparación]], [[improvisado]] de la tragedia y la comedia, Arist.<i>Po</i>.1449<sup>a</sup>9.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχεδιαστικός Medium diacritics: αὐτοσχεδιαστικός Low diacritics: αυτοσχεδιαστικός Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: autoschediastikós Transliteration B: autoschediastikos Transliteration C: aftoschediastikos Beta Code: au)tosxediastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.

German (Pape)

[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se hace sin preparación, improvisado de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a9.