ἀχρειότης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_12) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχρειότης''': -ητος, ἡ, [[ἀχρηστία]], [[ἔλλειψις]] ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13). | |lstext='''ἀχρειότης''': -ητος, ἡ, [[ἀχρηστία]], [[ἔλλειψις]] ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[inutilidad]], <i>Gloss</i>.2.254 (ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> [[miseria]] ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ [[ἔνδεια]] μεγάλη· ἡ γὰρ [[ἀχρειότης]] μήτηρ ἐστὶν τοῦ λιμοῦ LXX <i>To</i>.4.13<br /><b class="num">•</b>[[vileza]] βλέπε ... μὴ ... ὑπὸ τῆς τρυφῆς οἱ παῖδες ὕβρεως καὶ πολλῆς ἀχρειότητος κακίαν γεννήσωσιν Pythag.<i>Ep</i>.5.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A unprofitableness, worthlessness, LXX To.4.13.
German (Pape)
[Seite 419] ητος, ἡ, Untauglichkeit, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρειότης: -ητος, ἡ, ἀχρηστία, ἔλλειψις ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13).
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 inutilidad, Gloss.2.254 (ap. crít.).
2 miseria ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶν τοῦ λιμοῦ LXX To.4.13
•vileza βλέπε ... μὴ ... ὑπὸ τῆς τρυφῆς οἱ παῖδες ὕβρεως καὶ πολλῆς ἀχρειότητος κακίαν γεννήσωσιν Pythag.Ep.5.4.