γενναιότης: Difference between revisions
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
(Bailly1_1) |
(big3_9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />qualité d’une âme bien née, générosité, noblesse ; <i>p. anal. en parl. du sol</i> générosité, fécondité.<br />'''Étymologie:''' [[γενναῖος]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />qualité d’une âme bien née, générosité, noblesse ; <i>p. anal. en parl. du sol</i> générosité, fécondité.<br />'''Étymologie:''' [[γενναῖος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[alto nacimiento]], [[noble cuna]]del emperador Claudio, I.<i>AI</i> 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.<i>ND</i> 31<br /><b class="num">•</b>de pueblos [[nobleza]] γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8<br /><b class="num">•</b>de anim. [[pura raza]] Max.Tyr.1.8.<br /><b class="num">2</b> [[nobleza de alma]] γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.<i>Ph</i>.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6<br /><b class="num">•</b>[[conducta noble]], [[entereza]], [[gallardía]], [[generosidad]] ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.<i>Ep</i>.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν [[ἑαυτοῦ]] θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2<i>Ma</i>.6.31, τοῦ βουλεύματος I.<i>BI</i> 7.406, cf. LXX 4<i>Ma</i>.17.2, ἠθῶν Phld.<i>Mus</i>.4.1B.9, Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires <i>Mart.Pol</i>.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.226.<br /><b class="num">3</b> [[fertilidad]] (τὸ [[γῄδιον]]) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.<i>Cyr</i>.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A the character of a γενναῖος, nobility, E.Ph. 1680, Th.3.82; of land, fertility, X.Cyr.8.3.38, Plb.3.44.8; noble birth, J.AJ19.3.1; high spirit, of colts, Max. Tyr.7.8.
German (Pape)
[Seite 483] ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
γενναιότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ γενναίου, εὐγένεια, Εὐρ. Φοιν. 1680, Θουκ. 3. 82· ἐπὶ γῆς, εὐφορία, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
qualité d’une âme bien née, générosité, noblesse ; p. anal. en parl. du sol générosité, fécondité.
Étymologie: γενναῖος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 alto nacimiento, noble cunadel emperador Claudio, I.AI 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.ND 31
•de pueblos nobleza γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8
•de anim. pura raza Max.Tyr.1.8.
2 nobleza de alma γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.Ph.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6
•conducta noble, entereza, gallardía, generosidad ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.Ep.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2Ma.6.31, τοῦ βουλεύματος I.BI 7.406, cf. LXX 4Ma.17.2, ἠθῶν Phld.Mus.4.1B.9, Mac.Aeg.Serm.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires Mart.Pol.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.Stoic.3.226.
3 fertilidad (τὸ γῄδιον) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.Cyr.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.