δακτυλήθρα: Difference between revisions

big3_10
(Bailly1_1)
(big3_10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dedil]] περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.<i>Cyr</i>.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.<i>Epim</i>.225, Simp.<i>in Cat</i>.238.29, Eust.927.57.<br /><b class="num">2</b> n. de un [[instrumento de tortura para los dedos]], [[empulguera]] τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας LXX 4<i>Ma</i>.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ [[γένη]] ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.<i>Ep</i>.42.
}}
}}