δερματώδης: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(6_7) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δερματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] δορᾷ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 13, 7., 3. 3, 13, κτλ. | |lstext='''δερματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] δορᾷ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 13, 7., 3. 3, 13, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br />[[de piel]], [[dérmico]], [[de la naturaleza de la piel]] del cuerpo humano y anim. κάλυμμα Arist.<i>HA</i> 505<sup>a</sup>7, φλέψ Arist.<i>HA</i> 513<sup>b</sup>8, (ὦτα) δερματωδέστερα ... [[αὐτοῦ]] τοῦ τῆς καρδίας σώματος ref. a las aurículas, Gal.2.615, οἱ τῆς γυναικὸς ὄρχεις Aët.16.1<br /><b class="num">•</b>de plantas τὸ δὲ ἐκτὸς οὐ σαρκῶδες ἀλλὰ δερματοδέστερον ref. al fruto del loto, Thphr.<i>HP</i> 4.3.4, φλοιός Dsc.1.22<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δερματώδη ἀκατέργαστά ἐστιν ref. a la parte gelatinosa de la ostra, e.e., al animal, Xenocr.29. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like skin, κάλυμμα, φλέψ, Arist.HA505a7, 513b8; opp. σαρκώδης, Thphr.HP4.3.4 (Comp.); ἐπιφύσεις Gal.2.615, cf. Aët.16.1; leathery, Xenocr.29.
German (Pape)
[Seite 549] ες, lederartig, κάλυμμα Arist. H. A. 2, 13; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δερματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 13, 7., 3. 3, 13, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
de piel, dérmico, de la naturaleza de la piel del cuerpo humano y anim. κάλυμμα Arist.HA 505a7, φλέψ Arist.HA 513b8, (ὦτα) δερματωδέστερα ... αὐτοῦ τοῦ τῆς καρδίας σώματος ref. a las aurículas, Gal.2.615, οἱ τῆς γυναικὸς ὄρχεις Aët.16.1
•de plantas τὸ δὲ ἐκτὸς οὐ σαρκῶδες ἀλλὰ δερματοδέστερον ref. al fruto del loto, Thphr.HP 4.3.4, φλοιός Dsc.1.22
•subst. τὰ δερματώδη ἀκατέργαστά ἐστιν ref. a la parte gelatinosa de la ostra, e.e., al animal, Xenocr.29.