δεινοπαθέω: Difference between revisions
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
(Bailly1_1) |
(big3_10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., impf. et ao.</i><br />subir de mauvais traitements, être maltraité <i>ou</i> lésé ; se plaindre avec véhémence.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[quejarse con vehemencia]] acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.<i>Arc</i>.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.<i>AI</i> 1.312, Anon.<i>in Rh</i>.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3<br /><b class="num">•</b>gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.<i>Syr.D</i>.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y dat. [[quejarse mucho por]] ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito</i> Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.<i>AI</i> 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.<i>AI</i> 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
A complain loudly of sufferings, D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.Syr.D.24; ἐπί τινι D.S.19.75, Plu.2.781a.
German (Pape)
[Seite 538] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοπᾰθέω: (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τραγῳδία.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
subir de mauvais traitements, être maltraité ou lésé ; se plaindre avec véhémence.
Étymologie: δεινός, πάθος.
Spanish (DGE)
quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3
•gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.Syr.D.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3
•c. ἐπί y dat. quejarse mucho por ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.AI 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.AI 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.