διακεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(6_13b)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακεάζω''': μέλλ. -άσω, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διασχίζω]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
|lstext='''διακεάζω''': μέλλ. -άσω, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διασχίζω]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo en tm.]<br /><b class="num">1</b> [[partir en dos]], [[dividir en pedazos]], [[διά]] τε ξύλα δανὰ κεάσσαι <i>Od</i>.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.<br /><b class="num">2</b> [[consumir]] por el fuego (quizá por una antigua interpr. de <i>Od</i>.15.322) [[διά]] τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακεάζω Medium diacritics: διακεάζω Low diacritics: διακεάζω Capitals: ΔΙΑΚΕΑΖΩ
Transliteration A: diakeázō Transliteration B: diakeazō Transliteration C: diakeazo Beta Code: diakea/zw

English (LSJ)

   A cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.

German (Pape)

[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.

Greek (Liddell-Scott)

διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.