διαυγάζω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=briller à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αὐγάζω]]. | |btext=briller à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αὐγάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. perf. part. graf. διευγασμένος <i>BGU</i> 1143.15 (I a.C.)]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[brillar]], [[resplandecer]] πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει <i>Placit</i>.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2<i>Ep.Petr</i>.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, [[ἅμα]] τῷ διαυγάζειν al brillar el día</i> Plb.3.104.5<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.132.<br /><b class="num">2</b> [[dejar ver a través]] en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.<i>Bel</i>.57.27<br /><b class="num">•</b>part. neutr. subst. [[transparencia]] τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.<i>Inc</i>.32.11.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[barnizar]], [[cubrir con una capa brillante]] en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα <i>BGU</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[exponer a la luz]], e.e., [[al aire libre]] en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.<i>Ep</i>.16<br /><b class="num">•</b>astrol. [[iluminar]] τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en <i>PLond</i>.130.70 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.<i>Anc</i>.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado</i> por la divinidad, I.<i>AI</i> 5.349.<br /><b class="num">2</b> [[irradiar]] σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.<i>D</i>.48.319. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A glance, shine through, τῷ σχισμῷ Placit.3.3.3; ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2 Ep.Pet.1.19: impers., ἅμα τῷ διαυγάζειν (sc. τὴν ἡμέραν) Plb.3.104.5; to be transparent, Mnesith. ap. Orib.inc.15.11. II = φωτίζω, Hsch.: and so metaph., διαυγασθείς being enlightened, perceiving the truth, J.AJ5.10.4. III Astrol., influence by its rays (= ἐπιθεωρέω), PLond.1.130.70 (i A.D.). IV Pass., to be glazed, of pottery, prob. in BGU1143.15 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 609] durchglänzen, -leuchten; Plut. plac. phil. 3, 3; dah. διαυγάζει, es leuchtet durch, es wird hell, es wird Tag, Pol. 3, 104; im N. T. ἕως ἡ ἡμέρα διαυγάσῃ.
Greek (Liddell-Scott)
διαυγάζω: διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει ἡμέρα, ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «αὐγή», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
French (Bailly abrégé)
briller à travers.
Étymologie: διά, αὐγάζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. perf. part. graf. διευγασμένος BGU 1143.15 (I a.C.)]
I intr.
1 brillar, resplandecer πνεῦμα ... τῷ σχισμῷ διαυγάζει Placit.3.3.3, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ 2Ep.Petr.1.19, cf. Cyr.Al.M.71.253B, ἅμα τῷ διαυγάζειν al brillar el día Plb.3.104.5
•en v. med. mismo sent. ἡ φύσις (τοῦ κασσιτέρου) καὶ τῇ ὑέλλῳ ἀναμιγνυμένη ... πλέον διαυγάζεται Alex.Aphr.Pr.1.132.
2 dejar ver a través en v. med. περίτρητον ... κεκενωμένον καὶ διαυγαζόμενον πάντοθεν Ph.Bel.57.27
•part. neutr. subst. transparencia τὸ ἐπὶ τοῦ ὄνυχος διαυγάζον (τοῦ γάλακτος) Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.11.
3 dud., quizá barnizar, cubrir con una capa brillante en v. pas. (κοῦφα) διευγασ[μένα] καὶ ἐπιδιευγασμένα BGU l.c.
II tr.
1 exponer a la luz, e.e., al aire libre en v. pas., de hierbas medicinales ὅκως μὴ διαυγαζόμενα τῇσι πνοῇσι ἐκλίπῃ τὸν τόνον τῆς φαρμακίης Hp.Ep.16
•astrol. iluminar τὸ δωδεκατημόριον ... σκορπίου Anon.Astr. en PLond.130.70 (I/II d.C.)
•fig. ὁ Θεὸς ... τὰ ζεζοφωμένα τῶν διανοημάτων Epiph.Const.Anc.101, en v. pas. de un profeta διαυγασθείς iluminado por la divinidad, I.AI 5.349.
2 irradiar σέλας Ἰοχέαιρα διαυγάζουσα de Ártemis, Nonn.D.48.319.