διατροπή: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_9)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατροπή''': ἡ, [[σύγχυσις]], [[ταραχή]], [[ἔκπληξις]], Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) [[αἰσχύνη]], [[ἐντροπή]], Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.
|lstext='''διατροπή''': ἡ, [[σύγχυσις]], [[ταραχή]], [[ἔκπληξις]], Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) [[αἰσχύνη]], [[ἐντροπή]], Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio]], [[convulsión]] ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9<br /><b class="num">•</b>[[disuasión]] τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.<i>BI</i> 2.351.<br /><b class="num">2</b> [[confusión]], [[desorden]] τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου <i>PTeb</i>.27.104 (II a.C.), cf. Cic.<i>Att</i>.180.7<br /><b class="num">•</b>[[susto]], [[aturdimiento]] δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) <i>Herc</i>.831.7.2, Phld.<i>Rh</i>.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατροπή Medium diacritics: διατροπή Low diacritics: διατροπή Capitals: ΔΙΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: diatropḗ Transliteration B: diatropē Transliteration C: diatropi Beta Code: diatroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A confusion, agitation, PTeb.27.104 (ii B.C.), Plb.1.16.4,al., Onos.42.2 (pl.); fiasco, debâcle, Cic.Att.9.13.7.    2 disgust, Metrod.Herc.831.7, 19, cf. Phld.Rh.1.219 S.; δ. καὶ φόβος D.S.17.41.    3 pity, sympathy, Anon. ap. Suid.    4 δ. τοῖς ἀδικοῦσι γίνεσθαι divert them from wrongdoing, J.BJ2.16.4.

German (Pape)

[Seite 608] ἡ (s. διατρέπω), Bestürzung; εἰς τοσαύτην ἤγαγε διατροπήν Pol. 8, 7, 3; εἰς δ. ἐμπίπτειν, 16, 8, 10; καὶ φόβον παρέχειν, D. Sic. 17, 41. Auch = Schande, Cic. Att. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

διατροπή: ἡ, σύγχυσις, ταραχή, ἔκπληξις, Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) αἰσχύνη, ἐντροπή, Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cambio, convulsión ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9
disuasión τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.BI 2.351.
2 confusión, desorden τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου PTeb.27.104 (II a.C.), cf. Cic.Att.180.7
susto, aturdimiento δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) Herc.831.7.2, Phld.Rh.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.