ἐντροπή
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ἡ,
A turning towards: only metaph. (cf. ἐντρέπω ΙΙ.2), ἐντροπήν τινος ἔχειν respect for one, S.OC299, cf. Plb.4.52.2, OGI323.7 (Pergam., ii B. C.), etc.: abs., modesty, Hp.Decent.5, 1 Ep.Cor.6.5, etc.; ἐ. καὶ αἰδώς Iamb.VP2.10.
2 humiliation, LXX Ps.34(35).26, al.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 cambio de opinión c. gen. subjet. de pers. τοῦ Προυσίου Plb.4.52.2
•crist. conversión πρὸς οἰκοδομὴν καὶ πρὸς ἐντροπὴν διαλεγόμενός τινων cuando habla sobre la edificación y conversión de algunos Clem.Al.Strom.1.14.59, cf. 3.12.88, abs. εἰς διδασκαλίαν καὶ ἐντροπὴν ἡμετέραν Basil.M.31.657C, cf. Clem.Al.Strom.4.16.101.
2 respeto, consideración c. gen. obj. τοῦ τυφλοῦ τιν' ἐντροπὴν ... ἕξειν tener cierto respeto por el ciego S.OC 299, γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἄν ἐ.; Men.Mon.156, μηδεμία ἐ. τῆς ὁμοφώνου διαλέκτου D.S.17.13, ἐ. σεμνότητος I.BI 6.271, διὰ τὴν ὑμῶν πασῶν ἐντροπήν por el respeto que me merecéis todos vosotros, SB 13867.39 (II d.C.), c. prep. de ac. ἡ σεμνότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους ἐ. D.S.13.111, unido a αἰδώς I.AI 14.375, Clem.Al.Strom.7.7.35, Iambl.VP 10, Physiog.2.232.22, unido a δόξα OGI 323.7 (Pérgamo II a.C.), ὑμῖν δὲ πρέπει ... πᾶσαν ἐντροπὴν αὐτῷ ἀπονέμειν Ign.Magn.3.1, εἰ ... δι' ἐκείνους ἐντροπῆς τινος ἄξιοι ἦμεν D.Chr.46.4.
3 pudor, vergüenza, modestia como virtud del médico, Hp.Decent.5, ἐ. γὰρ αὐτοὺς προλέλοιπε καὶ δίκη Polem.Phgn.14, αἰδώς λέγεται ἡ ἐ. Epim.Hom.Alph.α 63, cf. Eust.781.24.
4 humillación, vergüenza ἐνδυσάσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν ... ἐπ' ἐμέ LXX Ps.34.26, cf. 1Ep.Cor.6.5, glos. a αἰσχύνη Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ (vgl. ἐντρέπεσθαι), das Insichgehen, Schaam, N. T; das sich an Etwas Kehren, Achtung, ἔχειν τινός, Soph. O. C. 300; Pol. 4, 52, 2 u. Sp. öfter, wie D. Sic.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de rentrer en soi-même par honte ou par crainte, pudeur, confusion ; respect.
Étymologie: ἐντρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντροπή: ἡ
1 внимание, уважение (ἐντροπὴν ἢ φροντίδ᾽ ἔχειν τινός Soph.; σπουδὴ καὶ ἐ. τινος Polyb.);
2 стыд: πρὸς ἐντροπὴν ὑμῶν NT к стыду вашему.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροπή: ἡ, τὸ στρέφεσθαι πρός τινα, ἐντροπήν τινος ἔχειν, σέβας, σεβασμὸν πρός τινα, Σοφ. Ο. Κ. 299, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 2· - ἀπολ., τὸ ἐντρέπεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. 23. 34, Κ. Διαθ.· ἐντρ. καὶ αἰδὼς Ἰαμβλ. Βί. Πυθ. 2 (10).
English (Strong)
from ἐντρέπω; confusion: shame.
English (Thayer)
ἐντροπῆς, ἡ (ἐντρέπω, which see), shame: πρός ἐντροπήν ὑμῖν λέγω (or λαλῶ), to arouse your shame, respect, reverence, Sophocles, Polybius, Josephus, others.)
Greek Monolingual
και ντροπή, η (AM ἐντροπή)
1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.)
2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας)
νεοελλ.
αυτό που προκαλεί ντροπή, ρεζίλεμα («η δουλειά δεν είναι ντροπή»)
μσν.- νεοελλ.
συστολή «η κόρη αποκρίθηκεν, λέγει
"πολλ' ἐντροπή μου εἶναι γιατί εὑρίσκομαι μὲ σένα μοναχή μου"», Ιγν. Πετρίτσης)
μσν.
1. τα γεννητικά όργανα
2. προσβολή
αρχ.
1. στροφή προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. μεταβολή φρονημάτων, μεταστροφή
3. ενδιαφέρον, προσοχή για κάποιον ή για κάτι («ἧ καὶ δοκεῖτε τοῦ τυφλοῦ τιν' ἐντροπὴν ἤ φροντίδ' ἕξειν αὐτόν;» — νομίζετε ότι θα προσέξει [θα ενδιαφερθεί] αυτός ή θα φροντίσει για τον τυφλό; Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐντροπή: ἡ (ἐντρέπω), στροφή, γύρισμα, στρίψιμο προς, ἐντροπήν τινος ἔχειν, σεβασμός ή εκτίμηση προς κάποιον, σε Σοφ.· ντροπή, προσβολή, όνειδος, αιτία ντροπής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐντροπή, ἡ, n ἐντρέπω
a turning towards, ἐντροπήν τινος ἔχειν respect or reverence for one, Soph.: shame, reproach, NTest.
Chinese
原文音譯:™ntrop» 恩-特羅胚
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-歸回
字義溯源:不安,羞慚,丟臉,羞恥,羞愧;源自(ἐντρέπω)=羞愧);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(τροπή)=轉動)組成;而 (τροπή)出自 (τρέμω)X*=轉。參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 羞愧(2) 林前6:5; 林前15:34
English (Woodhouse)
attention, care, regard, respect, reverence, regard for, respect for, reverence for, veneration for
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐντρέπομαι (ἐν + τρέπομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρέπω.
Translations
shame
Aklanon: huya'; Albanian: turp; Arabic: خَجَل; Aragonese: vergüenya; Armenian: ամոթ, խայտառակություն; Aromanian: arushini; Assamese: লাজ; Asturian: vergoña, vergüeña, vergüenza, virgüenza, vergonza; Azerbaijani: abır, ayıb, utanc; Bashkir: оят; Belarusian: сорам, стыд; Bengali: লজ্জা, শরম; Bikol Central: supog; Bulgarian: срам, свян; Catalan: vergonya; Chechen: эхь; Chinese Mandarin: 羞辱, 羞恥, 羞耻, 恥辱, 耻辱; Corsican: vargogna; Crimean Tatar: ayıp; Czech: stud, hanba; Danish: skam; Dutch: schaamte, schande; Emilian: vargåggna; Esperanto: honto; Estonian: häbi; Fala: vergonza; Finnish: häpeä; French: honte; Friulian: vergonze, vergonge; Galician: vergoña, vergonza; Georgian: სირცხვილი; German: Scham, Schande; Gothic: 𐌹𐌳𐍅𐌴𐌹𐍄, 𐌰𐌹𐍅𐌹𐍃𐌺𐌹; Greek: ντροπή; Ancient Greek: αἰδώς, αἴδως, αἶσχος, αἰσχύνη, αἰσχυντηλία, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἐντροπή, ἐντροπίη, κατήφεια, ὄνειδος, σέβας; Hebrew: בּוּשָׁה; Hindi: शर्म, लज्जा; Hungarian: szégyen; Icelandic: háðung, skömm; Ido: shamo; Indonesian: malu; Ingush: эхь; Irish: náire; Istriot: varguogna; Italian: vergogna; Japanese: 恥, 羞恥心, 面汚し; Javanese: isin; Kazakh: ұят; Khmer: ខ្មាស, អាស្រូវ, ហិរិ, លជ្ជាភាព; Korean: 수치; Kurdish Central Kurdish: عەیب, شەرم, شوورەیی; Northern Kurdish: şerm, eyb; Kyrgyz: уят; Latgalian: kauns; Latin: pudor; Latvian: kauns; Lezgi: айиб; Lingala: nsóni; Macedonian: срам; Maori: ngaringariā, whakamā, aniutanga, māteatea; Mirandese: bergonha, bargonha; Mongolian Cyrillic: ичгүүр; Mongolian: ᠢᠴᠢᠭᠦᠷᠢ; Nahuatl: pinauia; Neapolitan: scuorno; Norwegian: skam; Occitan: vergonha; Old Church Slavonic Cyrillic: срамъ, сти̑д; Glagolitic: ⱄⱃⰰⰿⱏ; Old East Slavic: соромъ; Old English: sċamu; Old Javanese: isin; Ossetian: ӕфсӕрм; Pashto: شرم; Persian: شرم; Plautdietsch: Schaund; Polish: wstyd, hańba, sromota; Portuguese: vergonha; Romanian: rușine; Russian: стыд, срам, позор; Sanskrit: लज्जा; Sardinian: bergugna, bregúngia, birgonza, bregunza, brigunza, frigonza, vilgonza, bilgonza; Serbo-Croatian Cyrillic: сра̑м; Roman: srȃm, stȋd; Sichuan Yi: ꎲ; Sicilian: virgogna, vrigogna, vriogna, vivrogna, briogna, russura; Slovak: stud, hanba; Slovene: sram; Spanish: vergüenza, acholo; Swahili: aibu; Swedish: skam; Tagalog: hiya; Tajik: шарм; Tamil: வெட்கம்; Tatar: оят; Telugu: సిగ్గు; Tetum: moe; Thai: ความละอายใจ; Tocharian B: kwīpe, yase; Turkish: utanç, ayıp; Turkmen: utanç, uýat; Ugaritic: 𐎁𐎅𐎘; Ukrainian: сором, ганьба, стид; Urdu: شرم; Uyghur: نومۇس, ئۇيات; Uzbek:, nomus, uyat, sharm; Venetian: vargogna; Vietnamese: sự xấu hổ, sự thẹn, sự ngượng, sự hổ thẹn; Yagnobi: шарм; Zazaki: şerm, eyv, eib, ar