δυσδιαχώρητος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_17) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιαχώρητος''': -ον, κακοχώνευτος, [[δύσπεπτος]], Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., [[δυσκοίλιος]], διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90. | |lstext='''δυσδιαχώρητος''': -ον, κακοχώνευτος, [[δύσπεπτος]], Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., [[δυσκοίλιος]], διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de evacuar o eliminar]] μᾶζα Arist.<i>Pr</i>.927<sup>b</sup>21, de un pescado, Xenocr.22, τὸ σκύβαλον Sor.2.13.106, cf. Archig. en Aët.11.30.<br /><b class="num">2</b> [[que le cuesta evacuar]] ἡ [[γαστήρ]] Gal.15.761, οἱ ἰκτερικοί Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.90, Seuer.<i>Clyst</i>.p.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A indigestible, Arist.Pr.927b21 (Comp.); hard to pass, prob. for -φόρητος, Xenocr.34. II Act., costive, Alex.Aphr.Pr.1.90, Sever. p.6 D.
German (Pape)
[Seite 677] schweren Stuhlgang habend, u. schweren Stuhlgang machend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαχώρητος: -ον, κακοχώνευτος, δύσπεπτος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 8, 1. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκοίλιος, διατὶ οἱ ἰκτερικοὶ δ., Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de evacuar o eliminar μᾶζα Arist.Pr.927b21, de un pescado, Xenocr.22, τὸ σκύβαλον Sor.2.13.106, cf. Archig. en Aët.11.30.
2 que le cuesta evacuar ἡ γαστήρ Gal.15.761, οἱ ἰκτερικοί Alex.Aphr.Pr.1.90, Seuer.Clyst.p.6.