δυσσεβής: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />impie;<br /><i>Cp.</i> δυσσεβέστερος, <i>Sp.</i> δυσσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σέβω]]. | |btext=ής, ές :<br />impie;<br /><i>Cp.</i> δυσσεβέστερος, <i>Sp.</i> δυσσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σέβω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3; ac. δυσσεβέας <i>Orac.Sib</i>.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.<i>D</i>.31.92]<br /><b class="num">1</b> [[impío]], [[inicuo]] tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.<i>Th</i>.598, cf. E.<i>Hipp</i>.1050, [[Ἀτρεύς]] S.<i>Ai</i>.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας <i>Trag.Adesp</i>.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2<i>Ma</i>.3.11, 3<i>Ma</i>.3.1, <i>BGU</i> 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.<i>BI</i> 4.190, <i>Orac.Sib</i>.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.<i>Asin</i>.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes <i>Const.App</i>.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.115, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.16.9, Pamph.Mon.<i>Solut</i>.tít.<br /><b class="num">•</b>c. εἰς [[impío contra]] εἰς τὸν [[Δία]] ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.3, cf. <i>D</i>.31.92, Iul.<i>Or</i>.8.174b, Them.<i>Or</i>.1.9a, Charito 3.4.12, <i>Gp</i>.11.15.2<br /><b class="num">•</b>de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.<i>A</i>.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío</i> A.<i>A</i>.219, χάρις S.<i>Ant</i>.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.<i>OC</i> 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.<i>Med</i>.1287, μέλαθρα E.<i>IT</i> 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, [[αἷμα]] ref. a la guerra <i>AP</i> 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.<i>Fr</i>.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, [[ἀνοσιούργημα]] Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.<i>Or</i>.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.87, κόσμος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.3.19<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.<i>HE</i> 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.<i>V.Chrys</i>.14.51<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[impiedad]] ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.<i>AI</i> 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera impía]] [[δῶμα]] πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.<i>Fr</i>.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.<i>AI</i> 17.95, de una ciu. δ. ... πολιτευομένη Thdt.<i>Is</i>.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.<i>Seleuc</i>.207, δ. ἐθελοκακεῖν <i>PMasp</i>.151.216 (VI d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A ungodly, impious, profane, of persons, A.Th.598 (Comp. or Sup.), and their acts, δ. χάρις S.Ant.514; τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Id.OC1190; δ. μέλαθρα E.IT694. Adv. -βῶς Id.Fr.825.—This family of words is chiefly found in Trag. (δυσσεβής occurs in Men.540, Diph.105, and later Prose as Jul.Or.5.174b (Sup.)); εὐσεβής, etc., are freq. also in Prose.
German (Pape)
[Seite 688] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; ἔργον Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσεβής: -ές, ἀσεβής, ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· εὐσεβής, κτλ. εἶναι συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
impie;
Cp. δυσσεβέστερος, Sp. δυσσεβέστατος.
Étymologie: δυσ-, σέβω.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.Par.Eu.Io.16.3; ac. δυσσεβέας Orac.Sib.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.D.31.92]
1 impío, inicuo tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.Th.598, cf. E.Hipp.1050, Ἀτρεύς S.Ai.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας Trag.Adesp.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2Ma.3.11, 3Ma.3.1, BGU 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.BI 4.190, Orac.Sib.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.Asin.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes Const.App.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.Solut.12.115, cf. Cyr.H.Catech.16.9, Pamph.Mon.Solut.tít.
•c. εἰς impío contra εἰς τὸν Δία ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.Par.Eu.Io.16.3, cf. D.31.92, Iul.Or.8.174b, Them.Or.1.9a, Charito 3.4.12, Gp.11.15.2
•de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.A.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío A.A.219, χάρις S.Ant.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.OC 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.Med.1287, μέλαθρα E.IT 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, αἷμα ref. a la guerra AP 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.Fr.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, ἀνοσιούργημα Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.Or.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.Pr.1.87, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.3.19
•en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.HE 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.V.Chrys.14.51
•subst. τὸ δ. impiedad ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.AI 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.
2 adv. -ῶς de manera impía δῶμα πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.Fr.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.AI 17.95, de una ciu. δ. ... πολιτευομένη Thdt.Is.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.Seleuc.207, δ. ἐθελοκακεῖν PMasp.151.216 (VI d.C.).