εἰσδίδωμι: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_5) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσδίδωμι''': ἀμεταβάτως ὡς τὸ [[εἰσβάλλω]] ΙΙ. 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκδίδωμι]], ἐπὶ ποταμοῦ εἰσρέοντος ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 49, ἐπὶ ποταμοῦ, κρήνης ἢ τηκομένης χιόνος, [[αὐτόθι]] 50· ἐπὶ ποταμοῦ ἐκβάλλοντος εἰς τὴν θάλασσαν, κατὰ Θωμᾶν τὸν Μάγιστρον (σ. 279), [[εἶναι]] ἀδόκιμον. ΙΙ. Παθ., παραδίδομαι, ἐγχειρίζομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 12. | |lstext='''εἰσδίδωμι''': ἀμεταβάτως ὡς τὸ [[εἰσβάλλω]] ΙΙ. 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκδίδωμι]], ἐπὶ ποταμοῦ εἰσρέοντος ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 49, ἐπὶ ποταμοῦ, κρήνης ἢ τηκομένης χιόνος, [[αὐτόθι]] 50· ἐπὶ ποταμοῦ ἐκβάλλοντος εἰς τὴν θάλασσαν, κατὰ Θωμᾶν τὸν Μάγιστρον (σ. 279), [[εἶναι]] ἀδόκιμον. ΙΙ. Παθ., παραδίδομαι, ἐγχειρίζομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> de cosas<br /><b class="num">1</b> [[presentar]] documentos, informes o proposiciones a instancias superiores τὼ κατακόω εἰσδόντω τὰν ζα[μ] ίαν τοῖς ἄρχουσιν <i>IPArk</i>.17.9 (Estínfalo IV a.C.), εἰσεδώκαμέν σοι ἔντευξιν κατὰ Λυσανίου <i>PPetr</i>.2.12.3.3 (III a.C.), cf. <i>PEnteux</i>.35.1 (III a.C.), (ἐπιστολαὶ) εἰσεδόθησ<αν> τῷ διοικητῇ <i>UPZ</i> 14.139 (II a.C.), τὸ [[δόγμα]] I.<i>AI</i> 12.34, περὶ ὧν ἰσέδωκαν (<i>sic</i>) ἰς τὴν βουλὴν οἱ πρυτάνεις γνώμην <i>IStratonikeia</i> 513.5 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>part. pas. subst. τὸ εἰσδοθέν [[lo informado]], [[el informe presentado]] τῷ διοικητῇ <i>PTeb</i>.72.462 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[presentar una proposición]] περὶ τῆς τῶν Ἰουδαϊκῶν βιβλίων ἀντιγραφῆς Aristeas 28.<br /><b class="num">2</b> [[entregar]], [[ingresar]] cantidades de trigo en los graneros públicos, en v. pas. <i>BGU</i> 1090.6, 14 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[citar]], [[denunciar]] εἰσέδωκέν με [ε] ἰς λογιστήριον ὀφείλοντα πυρῶν (ἀρτάβας) σμ me ha llevado ante la oficina contable como deudor de 240 artabas de grano</i>, <i>SB</i> 11639.4 (III a.C.), οἱ εἰσδόντες <i>SB</i> 5233.14 (I d.C.), en v. pas. <i>PGnom</i>.152 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[presentar]], [[proponer]], [[dar el nombre de]] una pers. para algún servicio, esp. de tipo litúrgico τοῦ βασιλικοῦ γραμματέως τοῦ νόμου εἰσδόντος ἡμᾶς εἰς ἀπαίτησιν ὑπὲρ λαογραφίας <i>BGU</i> 1198.16 (I d.C.), ἕτερον ... ἀντ' ἐμοῦ εἰσδοῦναι <i>PSI</i> 1243.24 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>frec. en v. pas. εἰσδοθεὶς ὑπὸ τοῦ ... γραμ[μα] τ[έως] εἰς πρακτ[ο] ρείαν σ[ιτι] κῶν <i>POxy</i>.3097.7 (III d.C.), εἰς ὑπηρεσίαν βουλῆς <i>POxy</i>.3924.7 (III d.C.), ἐπὶ τῆς ἑτοιμασίας γάρου <i>PGot</i>.3.6 (III d.C.), como garante de un préstamo ὃν δὲ ἂν ὁ δανειζόμενος διδῷ ... ἐν ἀγάρρει εἰσδιδόσθω <i>INap</i>.43.12 (I a./d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
intr., of rivers,
A flow into, ἐς.. dub. l. in Hdt.4.49, 50. II handin a report or memorandum, εἰ. περί τινος Aristeas 28, prob. in J.AJ12.2.3:—Pass., τὸ εἰσδοθέν PTeb.72.462 (ii B.C.); also of a question, to be brought up for discussion, ἐν ἀγάρρει IG14.759.12. 2 send in the name of a person liable to service or taxation, BGU619.8 (ii A.D.),1198.16(i A.D.), etc. b lay information against, τινά PSI4.417(ii B.C.), etc. 3 payin, PPetr. 2p.31 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 742] (s. δίδωμι), von Them. Mag. verworfen, findet sich als v. l. bei Her., sonst nur bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδίδωμι: ἀμεταβάτως ὡς τὸ εἰσβάλλω ΙΙ. 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἐκδίδωμι, ἐπὶ ποταμοῦ εἰσρέοντος ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 49, ἐπὶ ποταμοῦ, κρήνης ἢ τηκομένης χιόνος, αὐτόθι 50· ἐπὶ ποταμοῦ ἐκβάλλοντος εἰς τὴν θάλασσαν, κατὰ Θωμᾶν τὸν Μάγιστρον (σ. 279), εἶναι ἀδόκιμον. ΙΙ. Παθ., παραδίδομαι, ἐγχειρίζομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 12.
Spanish (DGE)
I de cosas
1 presentar documentos, informes o proposiciones a instancias superiores τὼ κατακόω εἰσδόντω τὰν ζα[μ] ίαν τοῖς ἄρχουσιν IPArk.17.9 (Estínfalo IV a.C.), εἰσεδώκαμέν σοι ἔντευξιν κατὰ Λυσανίου PPetr.2.12.3.3 (III a.C.), cf. PEnteux.35.1 (III a.C.), (ἐπιστολαὶ) εἰσεδόθησ<αν> τῷ διοικητῇ UPZ 14.139 (II a.C.), τὸ δόγμα I.AI 12.34, περὶ ὧν ἰσέδωκαν (sic) ἰς τὴν βουλὴν οἱ πρυτάνεις γνώμην IStratonikeia 513.5 (III d.C.)
•part. pas. subst. τὸ εἰσδοθέν lo informado, el informe presentado τῷ διοικητῇ PTeb.72.462 (II a.C.)
•abs. presentar una proposición περὶ τῆς τῶν Ἰουδαϊκῶν βιβλίων ἀντιγραφῆς Aristeas 28.
2 entregar, ingresar cantidades de trigo en los graneros públicos, en v. pas. BGU 1090.6, 14 (III d.C.).
II de pers.
1 citar, denunciar εἰσέδωκέν με [ε] ἰς λογιστήριον ὀφείλοντα πυρῶν (ἀρτάβας) σμ me ha llevado ante la oficina contable como deudor de 240 artabas de grano, SB 11639.4 (III a.C.), οἱ εἰσδόντες SB 5233.14 (I d.C.), en v. pas. PGnom.152 (II d.C.).
2 presentar, proponer, dar el nombre de una pers. para algún servicio, esp. de tipo litúrgico τοῦ βασιλικοῦ γραμματέως τοῦ νόμου εἰσδόντος ἡμᾶς εἰς ἀπαίτησιν ὑπὲρ λαογραφίας BGU 1198.16 (I d.C.), ἕτερον ... ἀντ' ἐμοῦ εἰσδοῦναι PSI 1243.24 (III d.C.)
•frec. en v. pas. εἰσδοθεὶς ὑπὸ τοῦ ... γραμ[μα] τ[έως] εἰς πρακτ[ο] ρείαν σ[ιτι] κῶν POxy.3097.7 (III d.C.), εἰς ὑπηρεσίαν βουλῆς POxy.3924.7 (III d.C.), ἐπὶ τῆς ἑτοιμασίας γάρου PGot.3.6 (III d.C.), como garante de un préstamo ὃν δὲ ἂν ὁ δανειζόμενος διδῷ ... ἐν ἀγάρρει εἰσδιδόσθω INap.43.12 (I a./d.C.).