ἐκμαλάσσω: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(6_5) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκμᾰλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]] [[καλῶς]], Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5. | |lstext='''ἐκμᾰλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]] [[καλῶς]], Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐκμᾰλάσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>medic. [[reblandecer]], [[ablandar]], [[molificar]] γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.<i>Eup</i>.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.<i>Ec</i>.75.3, <i>Gp</i>.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.<br /><b class="num">2</b> gener. [[ablandar]], [[fundir]] en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.<i>Infant</i>.95.13.<br /><b class="num">II</b> fig. y sent. moral<br /><b class="num">1</b> [[aliviar]], [[calmar]], [[amansar]] τὴν ὀργήν I.<i>AI</i> 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.<i>Fig</i>.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.55.22, Anon.Arian.<i>Virg</i>.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna</i> Ast.Am.<i>Hom</i>.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.<br /><b class="num">2</b> [[debilitar]], [[enervar]] τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.<i>Fr</i>.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. ἐκμαλάττω,
A relax, weaken, τὰ σώματα Plu.Fr.20.1; soften, mollify, τραχύτητας γλώσσης Dsc.Eup.2.17: metaph., ὀργήν τινος J.AJ2.6.8.
German (Pape)
[Seite 768] erweichen; ὀργήν Ios.; übh. = verweichlichen, τὰ σώματα, Plut. Stob. flor. 6, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, μαλακύνω, μαλάσσω καλῶς, Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5.
Spanish (DGE)
(ἐκμᾰλάσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I 1medic. reblandecer, ablandar, molificar γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.Eup.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.Ec.75.3, Gp.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.
2 gener. ablandar, fundir en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.Infant.95.13.
II fig. y sent. moral
1 aliviar, calmar, amansar τὴν ὀργήν I.AI 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.Fig.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.V.Mos.55.22, Anon.Arian.Virg.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna Ast.Am.Hom.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.
2 debilitar, enervar τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.Fr.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.