ἐμπεδόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_19) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεδόκαρπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀείκαρπος]], ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, [[ἐμπεδόφυλλος]], ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου [[ἀείφυλλος]]. | |lstext='''ἐμπεδόκαρπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀείκαρπος]], ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, [[ἐμπεδόφυλλος]], ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου [[ἀείφυλλος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[siempre fructífero]]de árboles, Emp.B 77. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A ever-fruiting, Emp.77.
German (Pape)
[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.
Spanish (DGE)
-ον siempre fructíferode árboles, Emp.B 77.