ἐννεάζω: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(6_2)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐννεάζω''': [[νεάζω]] ἔν τινι, [[διέρχομαι]] τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα [[σῶμα]] ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.
|lstext='''ἐννεάζω''': [[νεάζω]] ἔν τινι, [[διέρχομαι]] τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα [[σῶμα]] ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[pasar la juventud en]], [[ser joven]] c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble</i> Hp.<i>Aph</i>.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.<i>Regn</i>.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.<i>Ep</i>.11, cf. Agath.4.25.5.<br /><b class="num">2</b> [[florecer]] (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.<i>Ep</i>.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος [[βίος]] ἐννεάζει Eust.1257.33.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάζω Medium diacritics: ἐννεάζω Low diacritics: εννεάζω Capitals: ΕΝΝΕΑΖΩ
Transliteration A: enneázō Transliteration B: enneazō Transliteration C: enneazo Beta Code: e)nnea/zw

English (LSJ)

   A spend one's youth in, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι to be of great stature in one's youth, Hp.Aph.2.54; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622; ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι having bloomed in spring, Philostr.Ep.51.

German (Pape)

[Seite 846] seine Jugend zubringen in, τινί, Hippocr. u. Sp.; ῥόδον ἦρι ἐννεάσαν, im Frühling blühend, Philostr., ep. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάζω: νεάζω ἔν τινι, διέρχομαι τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα σῶμα ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.

Spanish (DGE)

1 pasar la juventud en, ser joven c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble Hp.Aph.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.Regn.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.Ep.11, cf. Agath.4.25.5.
2 florecer (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.Ep.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος βίος ἐννεάζει Eust.1257.33.