ἐξαπλόω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Bailly1_2) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />déployer, étendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁπλόω]]. | |btext=-ῶ :<br />déployer, étendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁπλόω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr., en v. act.<br /><b class="num">1</b> [[desplegar]], [[abrir completamente]] οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε desplegó el cielo como una piel de animal</i> Luc.<i>Philopatr</i>.17, τὴν χεῖρα ... ἐξαπλώσας S.E.<i>M</i>.2.7, en v. pas. (συρίγγια) ἐξαπλωθέντα ... θεραπεύεται ὡς ἕλκη Heliod. en Orib.44.20.50.<br /><b class="num">2</b> fig. [[explicar]], [[desarrollar]] τὰς ... διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους ... ἐξαπλοῖ λέξεις de la lóg., Ph.1.302, cf. Eust.748.5, ἐξαπλώσω πάσας τὰς πράξεις θεῷ Ph.1.95, ἐξαπλώσαντες συμμέτρως τὸ δοκοῦν τῷ Πρωταγόρᾳ S.E.<i>P</i>.1.217, ἱστορίαν τε πολλὴν ἐξαπλοῖ ref. a Clemente Alejandrino, Eus.<i>HE</i> 6.13.5, en v. pas. τὸ δ' ἐξαπλωθέν op. τὸ ὑπονοούμενον Demetr.<i>Eloc</i>.254, ὥστε ἐξαπλούμενον γίνεσθαι τὸν ὅρον S.E.<i>M</i>.7.233<br /><b class="num">•</b>[[simplificar]] ὅταν πᾶσαν ἡμῶν τὴν ἔννοιαν ἐξαπλώσωμεν εἰς τὰ πάντα cuando simplificamos todo nuestro pensamiento para concebir el todo</i> Dam.<i>Pr</i>.1.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[extenderse]], [[propagarse]] c. giro prep. [[βλάστησις]] αὐτῆς (ἀμπέλου) ... ἐν τῷ ὕψει ἐξηπλώθη <i>A.Thom.A</i> 146, ἐφ' ἅπαν ἐξαπλωθῆναι τὸ σῶμα de la fiebre, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.2.2, τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης ἐξηπλωμένην Eus.<i>DE</i> 3.2 (p.107), ἡ δὲ ([[ἀϊδιότης]]) ... ἐξαπλωθεῖσα κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν Procl.<i>Inst</i>.55<br /><b class="num">•</b>en óptica [[extenderse]], [[diverger]], [[esparcirse]] op. συνάπτειν los rayos de luz, Theo Al.<i>Opt.Rec</i>.144.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[quitarse la doblez]], [[ser franco]] τοῦ ... καρκίνου ... αὐτὸν (τὸν ὄφιν) παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαι Aesop.211.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
A unfold, roll out, οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξαπλῶσαι Ps.-Luc. Philopatr.17; ἐ. τὴν χεῖρα S.E.M.2.7: metaph., πᾶσαν τὴν ἔννοιαν εἰς τὰ πάντα Dam.Pr.1:—Pass., to be unfolded, spread out, ὕπτιος ἐξήπλωτο νεκρὸν δέμας Batr.106; ἀϊδιότης -ωθεῖσα κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν unrolled successively, Procl.Inst.55. 2 unfold, explain, ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302:—Pass., Demetr.Eloc.254, S.E. M.7.233. 3 Medic., open out a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.50 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 871] auseinanderfalten, Luc. Philop. 17; entwickeln, τὸ δοκοῦν S. Emp. Pyrrh. 1, 217.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déployer, étendre.
Étymologie: ἐξ, ἁπλόω.
Spanish (DGE)
I tr., en v. act.
1 desplegar, abrir completamente οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε desplegó el cielo como una piel de animal Luc.Philopatr.17, τὴν χεῖρα ... ἐξαπλώσας S.E.M.2.7, en v. pas. (συρίγγια) ἐξαπλωθέντα ... θεραπεύεται ὡς ἕλκη Heliod. en Orib.44.20.50.
2 fig. explicar, desarrollar τὰς ... διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους ... ἐξαπλοῖ λέξεις de la lóg., Ph.1.302, cf. Eust.748.5, ἐξαπλώσω πάσας τὰς πράξεις θεῷ Ph.1.95, ἐξαπλώσαντες συμμέτρως τὸ δοκοῦν τῷ Πρωταγόρᾳ S.E.P.1.217, ἱστορίαν τε πολλὴν ἐξαπλοῖ ref. a Clemente Alejandrino, Eus.HE 6.13.5, en v. pas. τὸ δ' ἐξαπλωθέν op. τὸ ὑπονοούμενον Demetr.Eloc.254, ὥστε ἐξαπλούμενον γίνεσθαι τὸν ὅρον S.E.M.7.233
•simplificar ὅταν πᾶσαν ἡμῶν τὴν ἔννοιαν ἐξαπλώσωμεν εἰς τὰ πάντα cuando simplificamos todo nuestro pensamiento para concebir el todo Dam.Pr.1.
II intr., en v. med.-pas.
1 extenderse, propagarse c. giro prep. βλάστησις αὐτῆς (ἀμπέλου) ... ἐν τῷ ὕψει ἐξηπλώθη A.Thom.A 146, ἐφ' ἅπαν ἐξαπλωθῆναι τὸ σῶμα de la fiebre, Alex.Aphr.Febr.2.2, τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης ἐξηπλωμένην Eus.DE 3.2 (p.107), ἡ δὲ (ἀϊδιότης) ... ἐξαπλωθεῖσα κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν Procl.Inst.55
•en óptica extenderse, diverger, esparcirse op. συνάπτειν los rayos de luz, Theo Al.Opt.Rec.144.17.
2 fig. quitarse la doblez, ser franco τοῦ ... καρκίνου ... αὐτὸν (τὸν ὄφιν) παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαι Aesop.211.1.