Α α: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(6_4)
(abb-test)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Α α''': α, [[ἄλφα]], τό, ἄκλ., πρῶτον [[γράμμα]] τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: [[ὅθεν]] ὡς [[ἀριθμητικόν]], α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ [[χιλιοστός]], ή, όν· [[μετὰ]] διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ [[μετὰ]] γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ [[εἶδος]], ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ [[ἄλφα]] [[ὅταν]] ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. [[δίφθογγος]] ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā [[μακρόν]].
|lstext='''Α α''': α, [[ἄλφα]], τό, ἄκλ., πρῶτον [[γράμμα]] τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: [[ὅθεν]] ὡς [[ἀριθμητικόν]], α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ [[χιλιοστός]], ή, όν· [[μετὰ]] διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ [[μετὰ]] γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ [[εἶδος]], ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ [[ἄλφα]] [[ὅταν]] ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. [[δίφθογγος]] ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā [[μακρόν]].
}}
{{Abbott
|astxt=Α, α, [[ἄλφα]] (q.v.), τό, indecl., <br />alpha, the first letter of the Greek alphabet. As a numeral, ά = 1, α = 1000. As a prefix, it appears to have at least two and perhaps three distinct senses:<br /><b class="num">1.</b>ἀ- (before a vowel, ἀν-) negative, as in ἄ-γνωστος, ἄ-δικος. <br /><b class="num">2.</b>ἀ-, ἁ- copulative, indicating community and fellowship, as in ἁ-[[πλοῦς]], ἀ-κολουθέω, ἀ-δελφός. <br /><b class="num">3.</b>An intensive force (LS, s. α), as in ἀ-τενίζω is sometimes assumed (but v. Boisacq, s.v.).
}}
}}

Revision as of 15:06, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Α α Medium diacritics: Α α Low diacritics: Α α Capitals: Α Α
Transliteration A: A a Transliteration B: A a Transliteration C: A a Beta Code: *a a

English (LSJ)

ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά

   A = εἷς and πρῶτος, but = 1,000.

Greek (Liddell-Scott)

Α α: α, ἄλφα, τό, ἄκλ., πρῶτον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: ὅθεν ὡς ἀριθμητικόν, α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ χιλιοστός, ή, όν· μετὰ διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ μετὰ γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ αὐτοῦ (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ εἶδος, ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ ἄλφα ὅταν ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. δίφθογγος ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā μακρόν.

English (Abbott-Smith)

Α, α, ἄλφα (q.v.), τό, indecl.,
alpha, the first letter of the Greek alphabet. As a numeral, ά = 1, α = 1000. As a prefix, it appears to have at least two and perhaps three distinct senses:
1.ἀ- (before a vowel, ἀν-) negative, as in ἄ-γνωστος, ἄ-δικος.
2.ἀ-, ἁ- copulative, indicating community and fellowship, as in ἁ-πλοῦς, ἀ-κολουθέω, ἀ-δελφός.
3.An intensive force (LS, s. α), as in ἀ-τενίζω is sometimes assumed (but v. Boisacq, s.v.).