διαβλέπω: Difference between revisions
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(big3_11) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[mirar fijamente]] διαβλέψας οὖν ὁ Σωκράτης ... καὶ μειδιάσας Pl.<i>Phd</i>.86d, οὐδὲ διαβλέπειν συμφέρει πολὺν χρόνον Hp.<i>Vid.Ac</i>.9, ἐνίοις γε τῶν νεωτέρων καὶ πάμπαν διαβλέπουσιν a algunos de los más jóvenes que miran con los ojos muy abiertos</i> Arist.<i>Insomn</i>.462<sup>a</sup>13, εἰς τὸν Ἀλέξανδρον Plu.<i>Alex</i>.14, ἐπιστάντες σιωπῇ καὶ πρὸς [[ἀλλήλους]] διαβλέψαντες Plu.2.548b, cf. 735c, 760a, <i>Phil</i>.20<br /><b class="num">•</b>fig., c. ac. ἀλύπως διαβλέπειν τὰ τοιαῦτα afrontar tales hechos sin desasosiego</i> Plu.2.36e.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ver con claridad]] θαυμάζοντα, πῶς ἐν μὲν τοῖς σκοτεινοῖς καὶ δυσκόλοις δύνανται διαβλέπειν Phld.<i>Rh</i>.1.252, cf. Luc.<i>Merc.Cond</i>.22, οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν ... φυλάττοντος Plu.2.135b, cf. <i>Eu.Marc</i>.8.25, [[διαβλέπω]] σχεδόν τι λοιπὸν συνήθως casi veo bien como de costumbre</i> Hld.7.16.3<br /><b class="num">•</b>fig. διαβλέψαι τί που Dionys.Com.2.13, ὁ τεχνίτης διαβλέπων ἐν τοῖς τεχνικοῖς θεωρήμασι S.E.<i>M</i>.1.32.<br /><b class="num">3</b> c. inf. [[intentar]], [[ver de]] διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου <i>Eu.Matt</i>.7.5, cf. <i>Eu.Luc</i>.6.42. | |dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[mirar fijamente]] διαβλέψας οὖν ὁ Σωκράτης ... καὶ μειδιάσας Pl.<i>Phd</i>.86d, οὐδὲ διαβλέπειν συμφέρει πολὺν χρόνον Hp.<i>Vid.Ac</i>.9, ἐνίοις γε τῶν νεωτέρων καὶ πάμπαν διαβλέπουσιν a algunos de los más jóvenes que miran con los ojos muy abiertos</i> Arist.<i>Insomn</i>.462<sup>a</sup>13, εἰς τὸν Ἀλέξανδρον Plu.<i>Alex</i>.14, ἐπιστάντες σιωπῇ καὶ πρὸς [[ἀλλήλους]] διαβλέψαντες Plu.2.548b, cf. 735c, 760a, <i>Phil</i>.20<br /><b class="num">•</b>fig., c. ac. ἀλύπως διαβλέπειν τὰ τοιαῦτα afrontar tales hechos sin desasosiego</i> Plu.2.36e.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ver con claridad]] θαυμάζοντα, πῶς ἐν μὲν τοῖς σκοτεινοῖς καὶ δυσκόλοις δύνανται διαβλέπειν Phld.<i>Rh</i>.1.252, cf. Luc.<i>Merc.Cond</i>.22, οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν ... φυλάττοντος Plu.2.135b, cf. <i>Eu.Marc</i>.8.25, [[διαβλέπω]] σχεδόν τι λοιπὸν συνήθως casi veo bien como de costumbre</i> Hld.7.16.3<br /><b class="num">•</b>fig. διαβλέψαι τί που Dionys.Com.2.13, ὁ τεχνίτης διαβλέπων ἐν τοῖς τεχνικοῖς θεωρήμασι S.E.<i>M</i>.1.32.<br /><b class="num">3</b> c. inf. [[intentar]], [[ver de]] διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου <i>Eu.Matt</i>.7.5, cf. <i>Eu.Luc</i>.6.42. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[διά]] and [[βλέπω]]; to [[look]] [[through]], i.e. [[recover]] [[full]] [[vision]]: [[see]] [[clearly]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
A stare with eyes wide open, Pl.Phd.86d, Arist.Insomn. 462a13; δ. εἴς τινα, πρός τινα, Plu.Alex.14, 2.548b. 2 see clearly, Dionys.Com.2.13; ἐν τοῖς σκοτεινοῖς Phld.Rh.1.252S., cf. Luc.Merc. Cond.22: c. inf., διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος Ev.Matt.7.5.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλέπω: βλέπω κατ’ εὐθεῖαν ἀτενῶς, Πλάτ. Φαίδωνι 86D, Ἀριστ. Ἐνυπν. 3, 13· δ. εἴς τινα, πρός τινα Πλούτ. Ἀλεξ. 14., 2. 548Β. 2) βλέπω καθαρῶς, σαφῶς, Διονύσ. Θεσμ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
regarder d’un œil pénétrant, regarder fixement.
Étymologie: διά, βλέπω.
Spanish (DGE)
1 intr. mirar fijamente διαβλέψας οὖν ὁ Σωκράτης ... καὶ μειδιάσας Pl.Phd.86d, οὐδὲ διαβλέπειν συμφέρει πολὺν χρόνον Hp.Vid.Ac.9, ἐνίοις γε τῶν νεωτέρων καὶ πάμπαν διαβλέπουσιν a algunos de los más jóvenes que miran con los ojos muy abiertos Arist.Insomn.462a13, εἰς τὸν Ἀλέξανδρον Plu.Alex.14, ἐπιστάντες σιωπῇ καὶ πρὸς ἀλλήλους διαβλέψαντες Plu.2.548b, cf. 735c, 760a, Phil.20
•fig., c. ac. ἀλύπως διαβλέπειν τὰ τοιαῦτα afrontar tales hechos sin desasosiego Plu.2.36e.
2 intr. ver con claridad θαυμάζοντα, πῶς ἐν μὲν τοῖς σκοτεινοῖς καὶ δυσκόλοις δύνανται διαβλέπειν Phld.Rh.1.252, cf. Luc.Merc.Cond.22, οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν ... φυλάττοντος Plu.2.135b, cf. Eu.Marc.8.25, διαβλέπω σχεδόν τι λοιπὸν συνήθως casi veo bien como de costumbre Hld.7.16.3
•fig. διαβλέψαι τί που Dionys.Com.2.13, ὁ τεχνίτης διαβλέπων ἐν τοῖς τεχνικοῖς θεωρήμασι S.E.M.1.32.
3 c. inf. intentar, ver de διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου Eu.Matt.7.5, cf. Eu.Luc.6.42.
English (Strong)
from διά and βλέπω; to look through, i.e. recover full vision: see clearly.