χρονιότης: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(6_12)
(47b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρονιότης''': -ητος, ἡ, μακρὰ [[διάρκεια]], [[ἀργοπορία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2.
|lstext='''χρονιότης''': -ητος, ἡ, μακρὰ [[διάρκεια]], [[ἀργοπορία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[χρόνιος]]<br />[[μεγάλη]] [[διάρκεια]].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονιότης Medium diacritics: χρονιότης Low diacritics: χρονιότης Capitals: ΧΡΟΝΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chroniótēs Transliteration B: chroniotēs Transliteration C: chroniotis Beta Code: xronio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A long duration, Thphr.HP9.14.2, Sor.2.28, Theol.Ar.23.

German (Pape)

[Seite 1378] ητος, ἡ, lange Zeit, lange Dauer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρονιότης: -ητος, ἡ, μακρὰ διάρκεια, ἀργοπορία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α χρόνιος
μεγάλη διάρκεια.