χρόμη: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_10)
(47b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρόμη''': ἡ, «[[φρυαγμός]]˙ [[ὁρμή]], [[θράσος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''χρόμη''': ἡ, «[[φρυαγμός]]˙ [[ὁρμή]], [[θράσος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[χρόμαδος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χρεμετισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i>- της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]]].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμη Medium diacritics: χρόμη Low diacritics: χρόμη Capitals: ΧΡΟΜΗ
Transliteration A: chrómē Transliteration B: chromē Transliteration C: chromi Beta Code: xro/mh

English (LSJ)

ἡ, and χρόμος, ὁ, = foreg.: also

   A the neighing of horses, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, und χρόμος, ὁ, = Vorigem; auch das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμη: ἡ, «φρυαγμός˙ ὁρμή, θράσος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. χρόμαδος
2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω].