ψυκτήριος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυκτήριος''': -α, -ον, [[ψυκτικός]], δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β. | |lstext='''ψυκτήριος''': -α, -ον, [[ψυκτικός]], δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ψυκτήρ]]<br />αυτός που παρέχει [[δροσιά]], [[δροσιστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A cooling, ψ. πτερά, i. e. fans, Achae.10, cf. Hp.Loc.Hom.27.
German (Pape)
[Seite 1402] kühlend, abkühlend, erquickend, Hes. frg. 47, 8, wie Aesch. frg. 134 u. Eur. bei Ath. XI, 503 c, ὑποσκίοισιν εν ψυκτηρίοις.
Greek (Liddell-Scott)
ψυκτήριος: -α, -ον, ψυκτικός, δροσιστικός, ψ. πτερά, τὰ ῥιπίδια, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 690Β.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ψυκτήρ
αυτός που παρέχει δροσιά, δροσιστικός.