ψακάδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(6_14) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψᾰκάδιον''': μεταγεν. [[ψεκάδιον]], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψακάς]], λεπτὴ [[βροχή]], «ψηχάλα», καὶ [[κοχλίας]] γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3. | |lstext='''ψᾰκάδιον''': μεταγεν. [[ψεκάδιον]], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψακάς]], λεπτὴ [[βροχή]], «ψηχάλα», καὶ [[κοχλίας]] γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μτγν. τ. [[ψεκάδιον]], τὸ, Α [[ψακάς]] / [[ψεκάς]], -[[άδος]]]<br /><b>υποκορ.</b> [[ψιχάλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
later ψεκάδιον, τό, Dim. of ψακάς,
A drizzle, Polioch.2.5, Thphr.CP2.9.3.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, dim. von ψακάς, Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰκάδιον: μεταγεν. ψεκάδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ψακάς, λεπτὴ βροχή, «ψηχάλα», καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α ψακάς / ψεκάς, -άδος]
υποκορ. ψιχάλα.