αἰσχρόμητις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιος [[que medita cosas vergonzosas]] A.<i>A</i>.222. | |dgtxt=-ιος [[que medita cosas vergonzosas]] A.<i>A</i>.222. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰσχρόμητις]] (-ιος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[γνώμη]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ,
A fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.
Spanish (DGE)
-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.
Greek Monolingual
αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].