ἀλητοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(big3_3)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[harinoso]], [[del color de la harina]] Hp.<i>Coac</i>.590.
|dgtxt=-ές [[harinoso]], [[del color de la harina]] Hp.<i>Coac</i>.590.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλητοειδής]], -ὲς (Α)<br />ο όμοιος με [[αλεύρι]], ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αλευριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλητον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλητοειδής Medium diacritics: ἀλητοειδής Low diacritics: αλητοειδής Capitals: ΑΛΗΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: alētoeidḗs Transliteration B: alētoeidēs Transliteration C: alitoeidis Beta Code: a)lhtoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.

German (Pape)

[Seite 95] ές, mehlartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητοειδής: -ές, ὡς ἄλευρον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῡ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217.

Spanish (DGE)

-ές harinoso, del color de la harina Hp.Coac.590.

Greek Monolingual

ἀλητοειδής, -ὲς (Α)
ο όμοιος με αλεύρι, ή αυτός που έχει το χρώμα του αλευριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλητον + -ειδὴς < εἶδος.