συστρέφω
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A twist up, roll up, of a whirlwind, μή σ' ἀναρπάσῃ . . συστρέψας ἄφνω A.Fr.195, cf. Ar.Lys.975, Th.61; φρυγάνων πλῆθος Act.Ap.28.3; ἔριον περὶ μηλωτρίδα POxy.234 ii 12 (ii/iii A.D.); of animals, gather themselves together, in preparing to spring, σ. ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον Pl.R.336b; σ. τὸν αὐχένα, of one struggling to get loose, Eup.339; τὰ ὄμματα διὰ κενῆς, ὡς εἴ τι βλέπων, ξυνέστρεφε screwed up his eyes, Hp.Epid.7.83; συστρέψαι ἑαυτούς, of dolphins, Arist.HA631a27; [τὸ χόριον] σ. περὶ αὑτὸ τὴν ὑστέραν Sor.1.71:— Pass., εἰ τὸ χόριον εἰς αὑτὸ συνεστραμμένον εἴη ib.73; συνεστραμμένη χείρ clenched fist, ib.102; of a whirlwind, Men.536.4; of the moon, dub. sens. in Palchus in Cat.Cod.Astr.8(1).250. II of soldiers, σ. ἑωυτούς form in a compact body, for attack or defence, collect themselves, rally, Hdt.9.18; σ. εἰς ταὐτό (sc. τὰς ἵππους) Arist.HA572b14: freq. in Pass., συστραφέντες in a body, Hdt.4.136, 6.6, cf.40; συστρεφόμενοι Id.9.62, Th.7.30; ξυνεστρέφοντο ἐν σφίσιν αὐτοῖς Id.2.4; ὅσον . . ἦν ξυνεστραμμένον ibid.; ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν they were formed in a mass 50 deep, X.HG6.4.12; so of bees, fishes, Arist. HA629a19, 621a16. 2 of soldiers, also, συστρέφειν ἐπὶ δόρυ wheel them to the right, v.l. in X.Lac.13.6; so prob. σ. τὸν ἵππον turn him sharply, Plu.Pyrrh.16; σ. τὴν ὄψιν Satyr.3. III form into an organized whole, unite, τὸ Μηδικὸν ἔθνος Hdt.1.101; τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol.1304b23:—Pass., club together, conspire, Th.4.68, 8.54; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι Aeschin.2.178, cf. LXX 4 Ki.10.9:—in Act., ib.3 Ki.16.9. IV Pass., collect, gather, σ. αἷμα ἐς . . Hp.Aph.5.40; νιφετοῦ συστραφέντος Arist.Mu.394b2; of humours, gather, come to a head, φύματος συστραφέντος Hp.Prog.23; of gravel collecting in the bladder, Id.Aër.9. V make the hair curl, Theodect.17.3:—Pass., συνεστραμμένα ξύλα knotted, gnarled, Thphr.HP3.11.2; σ. ῥίζα Id.CP1.3.3; κιττὸς συνεστραμμένος ταῖς ῥίζαις Id.HP3.18.9. VI condense, congeal, harden, τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον Ath.2.41b; of condensing fluids by heat, ἐν ἡλίῳ Dsc.3.7 (Act. and Pass.), cf. Gal.12.834, Aët.7.91; τὰ γυμνάσια τὰς σάρκας σ. Antyll. ap. Orib.6.10.15:—Pass., to be condensed, acquire substance or consistency, ἀφρὸς σ. Arist.HA569b18; esp. in pf. part. Pass., σπέρμα ξηρὸν καὶ συνεστραμμένον ib.523a24; νέφος ἐστὶ πάχος ἀτμῶδες σ. Id.Mu.394a27; πῦρ σ. concentrated, Epicur.Ep.1p.28U.; compact, σ. τὸ εὐπαγές Phld.Po.Herc.994.34; σωμάτιον σ. Arr.Epict. 1.24.8; συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι, of an infant, Sor.1.108; γάλα μελιτοειδῶς συστραφέν ib.91. VII of sentences, narratives, and the like, bring into a close form, compress, ἐὰν μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα Cratin.85; ἐνθυμήματα σ. Arist.Rh.1419a19; σ. τὰ νοήματα, τὸν νοῦν ἐν ὀλίγοις ὀνόμασι, D.H.Isoc.11, Pomp.2.5: abs., συστρέψας γράφει writes briefly, curtly, Aeschin.3.100; σ. εἰπεῖν τὸ πρᾶγμα D.H. Lys.24:—freq. in Pass., ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον a short and pithy saying, of the Spartans, Pl.Prt.342e; λέξις συνεστραμμένη, opp. διῃρημένη, D.H.Rh.5.7; ἡ Ἀττικὴ γλῶσσα σ. τι ἔχει Demetr. Eloc.177; συνέστραπται τοῖς νοήμασι D.H.Lys.5. cf. Dem.19. b also, speak or write in an involved style, twist one's words, Antiph.52.17, 217.17.
German (Pape)
[Seite 1045] zusammendrehen, -winden, -drängen, -ziehen, -kehren, wie der Wind die Wolken, Aesch. frg. 181; dah. übh. zusammenbringen, versammeln, vereinigen, Her. 1, 101. 9, 18, u. pass. sich zusammendrängen, zusammenrotten, συστραφέντες οἱ στρατηγοὶ καὶ ἓν ποιήσαντες στρατόπεδον, 6, 6. 9, 62; καὶ οἱ ξυστραφέντες ἀθρόοι ἦλθον, Thuc. 4, 68, u. öfter; ἐπ' ἐμὲ συστραφέντες ἥκουσι, Aesch. 2, 178; συνεστραμμένοι, Xen. Hell. 6, 4, 12; Dem. u. Folgende; Pol. συστραφέντες ἐπ' αὐτόν, 3, 5, 3, u. Sp.; συστρέψας τὸν ἵππον, er nahm das Pferd zusammen, spornte es an, Plut. Pyrrh. 16; auch συστρέψας ἑαυτόν, Plat. Rep. I, 336 b (auch absol., συστρέψας, Aesch. 3, 100); übrtr., ἐνέβαλε ῥῆμα βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, verbum contortum, Prot. 343 e, wie συστρέφειν τὰ νοήματα, σύνθεσιν, λέξιν, den Gedanken und den Ausdruck durch Zusammendrängen abrunden, Arist. rhet. 3, 18 u. Rhett.; συνεστραμμένη λέξις, der abgerundete, periodische Ausdruck; τὸ συνεστραμμένον, das Kurze, Gedrängte, wie es bes. den Lacedämoniern eigen war.