αναισθησιολόγος

From LSJ
Revision as of 10:33, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ο
γιατρός ειδικευμένος στην εφαρμογή τεχνητής αναισθησίας κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + -λόγος (< λέγω
πρβλ. αγγλ. anesthesiologist.
ΠΑΡ. αναισθησιολογία].