ἀνθυπαλλαγή
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ἡ, Rhet.,
A substitution of one case for another, Demetr.Eloc.60, A.D.Synt.204.27, al.
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, gegenseitige Vertauschung, πτώσεων, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπαλλαγή: ἡ, ἡ ἀνταλλαγή, Δημήτρ. Φαλ. 60.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
gram. sustitución de un caso gramatical por otro, Demetr.Eloc.60, ἀ. ἀριθμοῦ A.D.Synt.204.27.
Greek Monolingual
ἀνθυπαλλαγή, η (Α)
η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο).