ἀντίλυρος

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίλῠρος Medium diacritics: ἀντίλυρος Low diacritics: αντίλυρος Capitals: ΑΝΤΙΛΥΡΟΣ
Transliteration A: antílyros Transliteration B: antilyros Transliteration C: antilyros Beta Code: a)nti/luros

English (LSJ)

ον,

   A responsive to the lyre or like that of the lyre (Sch.), καναχά, of the flute, S.Tr.643.

German (Pape)

[Seite 255] (λύρα), καναχή Soph. Tr. 640, den Tönen der Lyra entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλῠρος: -ον, (λύρα), ἀλλὰ θείας ἀντίλυρον μούσας «ἀντῳδός, ἰσόλυρος» (Σχόλ.) Σοφ. Τρ. 643.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à la lyre.
Étymologie: ἀντί, λύρα.

Spanish (DGE)

(ἀντίλῠρος) -ον semejante a (el de) la lira καναχά S.Tr.643.

Greek Monolingual

ἀντίλυρος, -ον (Α)
ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.

Greek Monotonic

ἀντίλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που αποκρίνεται στη λύρα, σε Σοφ.