ἀντιχόρηγος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ὁ,
A rival choragus, And.4.20, D.21.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.
Greek Monolingual
ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.