ἀσκαμωνία

From LSJ
Revision as of 15:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκᾰμωνία Medium diacritics: ἀσκαμωνία Low diacritics: ασκαμωνία Capitals: ΑΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: askamōnía Transliteration B: askamōnia Transliteration C: askamonia Beta Code: a)skamwni/a

English (LSJ)

ἡ,    A = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαμωνία: ἡ, = σκαμωνία, εἶδος βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. escamonea, Conuoluulus scammonia L., Gp.12.19.18, Hippiatr.31.4 (cód.), Sud., Tz.Ep.92.

Greek Monolingual

ἀσκαμωνία, η (Μ)
το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + σκαμωνία].