αγιοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η (AM ἁγιωσύνη)
1. αγιότητα, ιερότητα
2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου».
μσν.
η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅγιος + παραγ. κατάλ. -σύνη].