βραδυθάνατος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A dying slowly, Gal.16.631.
German (Pape)
[Seite 461] = δυσθάνατος, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυθάνατος: -ον, = δυσθάνατος, Γαλην. 8, 738.
Spanish (DGE)
-ον de muerte lentaglos. a δυσθάνατοι Gal.16.631.
Greek Monolingual
βραδυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο.