διύλισμα

From LSJ
Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διῡλισμα Medium diacritics: διύλισμα Low diacritics: διύλισμα Capitals: ΔΙΥΛΙΣΜΑ
Transliteration A: diúlisma Transliteration B: diulisma Transliteration C: diylisma Beta Code: diu/lisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A filtered or clarified liquor, Gal.12.836.

German (Pape)

[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
líquido filtrado o colado Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.

Greek Monolingual

το (AM διύλισμα)
το καθαρό υγρό που προέρχεται από διύλιση.