διαυλοδρομία
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ,
A running forwards and backwards, Lyd.Mens.1.12.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, der Doppellauf, Laur. Lyd.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλοδρομία: ἡ, ἀγὼν διαύλου, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
recorrido de ida y vuelta ἐκ ... τῆς ἑπτάκις ... διαυλοδρομίας Lyd.Mens.1.12.
Greek Monolingual
διαυλοδρομία, η (Α)
αγώνας διαύλου.