εἴσκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσκειμαι Medium diacritics: εἴσκειμαι Low diacritics: είσκειμαι Capitals: ΕΙΣΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: eískeimai Transliteration B: eiskeimai Transliteration C: eiskeimai Beta Code: ei)/skeimai

English (LSJ)

used as Pass. of εἰστίθημι,

   A to be put on board ship, Th. 6.32.

German (Pape)

[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.

Greek Monolingual

εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἴσκειμαι: староатт. ἔσκειμαι досл. быть сложенным внутрь (о грузе), быть погруженным (ἐσέκειτο πάντα Thuc.).