ἑκατογκάρανος

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκάρᾱνος Medium diacritics: ἑκατογκάρανος Low diacritics: εκατογκάρανος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΑΡΑΝΟΣ
Transliteration A: hekatonkáranos Transliteration B: hekatonkaranos Transliteration C: ekatogkaranos Beta Code: e(katogka/ranos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, = sq., A.Pr.355.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.

Greek Monolingual

ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκάρᾱνος: (κᾰ) Aesch. = ἑκατογκέφαλος.