δυσφόρμιγξ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A unlike the lyre, mournful, E.IT225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 690] ιγγος, traurig (tönend); ἄτη Eur. I. T. 224.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
non accompagné des accents de la lyre ; triste, lamentable.
Étymologie: δυσ-, φόρμιγξ.
Spanish (DGE)
-ιγγος
difícil de acompañar con la lira, e.e. triste, lúgubre ἄτα E.IT 225.
Greek Monolingual
δυσφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» — συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική της φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.).
Greek Monotonic
δυσφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λύρα, δηλ. λυπητερός, θρηνητικός, σε Ευρ.