διορκισμός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ,
A assurance on oath, Plb.16.26.6.
Greek (Liddell-Scott)
διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ juramento, promesa solemne Plb.16.26.6.
Greek Monolingual
διορκισμός, ο (Α) ορκισμός
ένορκη διαβεβαίωση.
Russian (Dvoretsky)
διορκισμός: ὁ подтверждение клятвой Polyb.