ψυχοπάθεια
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. γενική ονομασία τών ψυχικών διαταραχών
2. (ειδικά) η κατάσταση του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί σοβαρά, μη επιτρέποντάς του διαβίωση συμβατή με την κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. psychopathic (< ψυχή + -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη].